Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

μαζεύομαι απ' το

  • 1 μαζεύομαι

    toplanmak

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > μαζεύομαι

  • 2 μαζεύομαι

    rassembler

    Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό > μαζεύομαι

  • 3 μαζεύομαι

    1) gromadzić czas.
    2) zbierać czas.

    Ελληνικά-Πολωνικά λεξικό > μαζεύομαι

  • 4 μαζεύομαι

    1) sbírat
    2) sebrat
    3) shromáždit
    4) shromažďovat

    Ελληνικά-Τσεχικής chlovar > μαζεύομαι

  • 5 μαζεύομαι

    gather

    Ελληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > μαζεύομαι

  • 6 жать

    жму, жмешь, ρ.δ.μ.
    1. σφίγγω, πιέζω, θλίβω• ζουλίζω, ζουπίζω•

    жать руку σφίγγω το χέρι•

    жать друг друга в толпе συνωθούμαι στο πλήθος.

    || στηρίζω γερά•

    жать ружье к плечу στηρίζω γερά το όπλο στον ώμο.

    || συμπιέζω, συμπυκνώνω. || καταπιέζω, καταδυναστεύω.
    2. στενεύω•

    туфли жмут τα παπούτσια με σφίγγουν•

    воротник жмет ο γιακάς με σφίγγει.

    3. στίβω, εκθλίβω•

    жать сок из лимона στίβω το λεμόνι•

    жать виноград πατώ τα σταφύλια•

    жать масло βγάζω λάδι.

    4.•(αθλτ.) ανυψώνω, σηκώνω, αίρω•

    жать штангу σηκώνω βάρη (αλτήρες).

    5. (απλ.) πατώ, αυξαίνω (για ταχύτητα κλπ)•

    водитель все жал и жал ο οδηγός πατούσε κι όλο πατούσε (γκαζ).

    1. μαζεύομαι, συμπτύσσομαι, ζαρώνω•

    жать от холода μαζεύομαι, από το κρύο.

    || συνωστίζομαι.
    2. σφίγγομαι, κολλώ•

    ребенок -лся к матери το παιδάκι κόλλησε στη μάνα•

    он испуганно -лся в угол φοβισμένος μαζεύτηκε στη. γωνία.

    3. μαζεύομαι, συστέλλομαι, διστάζω•

    он -лся, не зная, что сказать αυτός μαζεύτηκε, μη ξέροντας τί να πει.

    4. τσιγγουνεύομαι, αψυχώ•

    не жмитесь, давайте что есть μη μαζεύεστε, δόστε ό,τι υπάρχει.

    жну, жнешь, ρ.δ.μ. θερίζω.
    θερίζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > жать

  • 7 жаться

    жаться
    несов
    1. στριμώχνομαι, μαζεύομαι, σφίγγομαι:
    \жаться Друг к другу σφιγγόμαστε ὁ ἔνας κοντά στόν ἄλλο· \жаться от холода μαζεύομαι (или ζαρώνω) ἀπό τό κρύο·
    2. (скупиться) разг τσιγγουνεύομαι.

    Русско-новогреческий словарь > жаться

  • 8 свертываться

    свертывать||ся
    1. τυλίγομαι, μαζεύομαι, διπλώνομαι (άμετ.):
    \свертыватьсяся клубком κουβαριάζομαι·
    2. (о листьях, лепестках цветов) μαζεύομαι/
    3. (о молоке, крови и т. п.) πήζω/ κόβω (άμετ.) (тк. о молоке)·
    4. (о производстве и т. п.) περιορίζομαι, μειώνομαι.

    Русско-новогреческий словарь > свертываться

  • 9 забить

    -бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, καρφώνω•

    забить сваю μπήγω πάσσαλο•

    забить гвозды χτυπώ καρφιά•

    забить клин βάζω σφήνα.

    (αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•

    гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•

    забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).

    2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•

    забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•

    забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•

    забить проход εμφράζω τη δίοδο.

    || μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•

    забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.

    3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.
    4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.
    5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•

    сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.

    || ξεπερνώ, υπερτερώ•

    этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.

    6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).
    7. αρχίζω να χτυπώ•

    -ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•

    забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.

    || αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.
    εκφρ.
    забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•
    ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•
    забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.
    1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•

    забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.

    2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)
    3. μπουκώνω, βουλώνω•

    труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.

    || αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•

    забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    || χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•

    сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.

    Большой русско-греческий словарь > забить

  • 10 ком

    -а, πλθ. комья
    -ьев α. σβώλος• κομμάτι.
    εκφρ.
    ком в горле (стоит, застрялκ.τ.τ.); ком поступил (подкатился κ.τ.τ.) к горлу μου στάθηκε κόμπος (ή σπασμός) στο λαιμό•
    свернуться в ком (комом) – μαζεύομαι κουβάρι, συσπειρώνομαι•
    слиться (съежить(ся) в ком (комом) – μαζεύομαι κουβάρι (σαν τον σκατζόχοιρο).

    Большой русско-греческий словарь > ком

  • 11 набежать

    -егу, -ежишь, -егут
    ρ.σ.
    1. προσκρούω, σκοντάφτω, τρακάρω, πέφτω επάνω. || καλύπτω, σκεπάζω κινούμενος•

    тучки -ли на луну συννεφάκια σκέπασαν το φεγγάρι•

    волна -ла на берег το κύμα σκέπασε την ακτή.

    || βγαίνω, εμφανίζομαι•

    -ли морщины на лоб εμφανίστηκαν ρυτίδες στο μέτωπο•

    -ли слёзы έτρεξαν (πήγαν) δάκρυα.

    2. εμφανίζομαι ξαφνικά, απότομα•

    ветер -ал ξαφνικά φύσηξε άνεμος.

    3. μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, συνάζομαι, συναθροίζομαι•

    воры -ли μαζεύτηκαν κλέφτες.

    || ρέω, τρέχω, χύνομαι•

    вода -ла в яму νερό πολύ έτρεξε στο λάκκο.

    || (για χρήματα, τόκους) μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι, αποταμιεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > набежать

  • 12 напереть

    -пру, -пршь, παρλθ. χρ. напр, -ла, -ло,
    επιρ. μτχ. наперев
    ρ.σ.
    1. (απλ.) σπρώχνω, σκουντώ ζουπώ.
    2. μαζεύομαι, συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι.
    μαζεύομαι, συναθροίζομαι, συγκεντρώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > напереть

  • 13 пожимать

    ρ.δ.
    βλ. пожать (1 σημ.).
    μαζεύομαι, συστέλλομαι•

    пожимать от холода μαζεύομαι από το κρύο.

    Большой русско-греческий словарь > пожимать

  • 14 стянуть

    стяну, стянешь, παθ. μτχ. стянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. σφίγγω-стянуть пояс σφίγγω τη ζώνη•

    стянуть ремень σφίγγω το λω-ρί.

    || τεντώνω.
    2. συσφίγγω με•

    стянуть ремнм συσφίγγω με λωρί•

    стянуть болтами συσφίγγω με μπουλόνια.

    3. συνδέω, ενώνω τεντώνοντας•

    стянуть концы оборванного провода τεντώνοντας συνδέω τις άκρες του κομμένου καλωδίου.

    || μαζεύω, συμπτύσσω, κάνω σούρα•

    стянуть шов при строчке μαζεύω τη ραφή κατά το γάζωμα.

    || απρόσ. σουφρώνω•

    стянуть губы σουφρώνω τα χείλη.

    || απρόσ. τεντώνω (από σπασμό)•

    -ло ногу τέντωσε το πόδι.

    4. συγκεντρώνω, μαζεύω, συναθροίζω•

    штаб -ул сюда главные силы το επιτελείο τράβηξε εδώ τις κύριες δυνάμεις.

    5. παίρνω, αφαιρώ τραβώντας•

    стянуть одеяло τραβώ το πάπλωμα-- скатерть со стола παίρνω τραβώντας το τραπεζομάντηλο από το τραπέζι.

    || βγάζω τραβώντας•

    стянуть перчатку βγάζω το γάντι•

    стянуть сапоги βγάζω τις μπότες.

    6. (απλ.) παίρνω ζητώ χρηματικό ποσό•

    сколько с него за лошадь -ли? πόσο του ζήτησαν για το άλογο;

    7. κλέβω.
    1. σφίγγομαι• τεντώνω, -ομαι, δένομαι, γερά. || ενώνομαι, συνδέομαι.
    2. μαζεύομαι, συμπτύσσομαι.
    3. συγκεντρώνομαι, συναθροίζομαι, μαζεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > стянуть

  • 15 скапливать

    μαζεύω

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > скапливать

  • 16 собрать

    собрать 1) в рази. знач. μαζεύω· \собрать урожай συγκομίζω, σοδιάζω· \собрать вещи μαζεύω τα πράγματα* \собрать коллекцию κάνω συλλογή, συλλέγω 2) (созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω 3) (смонтировать) εφαρμόζω, μαντάρω, συναρμολογώ \собраться 1) (вместе) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι 2) (приготовиться ) ετοιμάζομαι σκοπεύω (намереваться)' он
    * * *
    1) в разн. знач. μαζεύω

    собра́ть урожа́й — συγκομίζω, σοδιάζω

    собра́ть ве́щи — μαζεύω τα πράγματα

    собра́ть колле́кцию — κάνω συλλογή, συλλέγω

    2) ( созвать) συγκαλώ, συγκεντρώνω
    3) ( смонтировать) εφαρμόζω, μοντάρω, συναρμολογώ

    Русско-греческий словарь > собрать

  • 17 собраться

    1) ( вместе) συγκεντρώνομαι, μαζεύομαι
    2) ( приготовиться) ετοιμάζομαι; σκοπεύω ( намереваться)

    он собра́лся уе́хать — αποφάσισε να φύγει

    Русско-греческий словарь > собраться

  • 18 сойти

    сойти κατεβαίνω* \сойти с лестницы κατεβαίνω τη σκάλα; \сойти с дороги εγκαταλείπω το δρόμο, παραστρατώ· вы сойдёте на этой остановке? θα κατεβείτε σ'αυτή τη στάση; \сойтись (собраться) μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι
    * * *

    сойти́ с ле́стницы — κατεβαίνω τη σκάλα

    сойти́ с доро́ги — εγκαταλείπω το δρόμο, παραστρατώ

    вы сойдёте на э́той остано́вке? — θα κατεβείτε σ'αυτή τη στάση

    Русско-греческий словарь > сойти

  • 19 сойтись

    ( собраться) μαζεύομαι, συγκεντρώνομαι

    Русско-греческий словарь > сойтись

  • 20 ежиться

    ежиться
    несов (от холода) μαζεύομαι, ζαρώνω ἀπ' τό κρύο.

    Русско-новогреческий словарь > ежиться

См. также в других словарях:

  • μαζεύομαι — μαζεύομαι, μαζεύτηκα, μαζεμένος βλ. πίν. 18 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • λαγιάζω — 1. στέκομαι ακίνητος, ξαπλώνομαι σε ένα μέρος, μαζεύομαι, μουλώνω, ησυχάζω, καταλαγιάζω 2. (για θηράματα) κρύβομαι, μαζεύομαι για να μη γίνω αντιληπτός. [ΕΤΥΜΟΛ. Μεταπλασμένος τ. τού λαγάζω*, κατά τα ρ. σε ιάζω] …   Dictionary of Greek

  • πτήσσω — και αιολ. τ. πτάζω Α 1. εμβάλλω φόβο σε κάποιον, φοβίζω κάποιον («πτῆξε δὲ θυμὸν ἐνὶ στήθεσσιν Ἀχαιῶν», Ομ. Ιλ.) 2. καθιστώ κάτι φοβερό («ζυγὸν πτῆξαι», Παύλ. Σιλ.) 3. (αμτβ.) ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο (α. «πτῆξε δὲ ποικίλα φῡλά τε θηρῶν»,… …   Dictionary of Greek

  • πτωσκάζω — και πτωκάζω Α ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο. [ΕΤΥΜΟΛ. Εκφραστικός τ. τού ρ. πτώσσω «ζαρώνω, μαζεύομαι από φόβο», σχηματισμένος κατά το ἀλυσκάζω (< ἀλύσκω) πιθ. μέσω αμάρτυρου *πτώσκω. Ο τ. πτωκάζω είναι εσφ.] …   Dictionary of Greek

  • αλίζω — (I) ἁλίζω (Α) [ἁλής] Ι ενεργ. 1. συνάγω, συναθροίζω 2. περισυλλέγω τμήματα ενός συνόλου παθ. 1. συγκεντρώνομαι στο ίδιο σημείο, γίνομαι ένα σύνολο, συσσωματώνομαι 2. συμπυκνώνομαι σε μια σφαίρα 3. συσσωρεύομαι, μαζεύομαι. (II) (Α ἁλίζω) (το… …   Dictionary of Greek

  • απομαζώνω — (Μ ἀπομαζώνω) Ι. τελειώνω το μάζεμα II. ( ομαι) 1. συγκεντρώνομαι 2. μαζεύομαι στο σπίτι μου, συμμαζεύομαι …   Dictionary of Greek

  • δριμώνω — [δριμύς] 1. (κυριολ. και μτφ.) γίνομαι δριμύς, τσουχτερός («δρίμωσε ο καιρός») 2. (για πρόσ.) οργίζομαι, θυμώνω 3. μέσ. μαζεύομαι …   Dictionary of Greek

  • ενσωρεύω — (AM ἐνσωρεύω) [σωρεύω] σωρεύω μέσα σε κάτι, συσσωρεύω αρχ. παθ. ἐνσωρεύομαι (για πλήθος) συρρέω, μαζεύομαι …   Dictionary of Greek

  • επισφίγγω — ἐπισφίγγω (AM) σφίγγω δυνατά, δένω, κρατώ σφιχτά μσν. μέσ. ἐπισφίγγομαι διπλώνομαι, μαζεύομαι, κουλουριάζομαι αρχ. 1. σφιχταγκαλιάζω 2. τεντώνω πιο πολύ, επιτείνω το σφίξιμο («τήν νήτην ἐπίσφιγξον», Αιλ.) 3. μτφ. μπερδεύω, περιπλέκω …   Dictionary of Greek

  • ζαρώνω — (Μ ζαρώνω) 1. αποκτώ ρυτίδες, ρυτιδώνομαι («ζάρωσε το πρόσωπό του») 2. κάνω κάτι να ζαρώσει, πτύσσω, τσαλακώνω 3. μαζεύομαι, συρρικνούμαι από φόβο, ντροπή ή ψύχος νεοελλ. 1. φρ. «ζαρώνω τα φρύδια» συνοφρυώνομαι, δυσφορώ 2. (μτχ. μέσ. παρακμ.)… …   Dictionary of Greek

  • κουβάρι — το (Α κουβάριον, Μ κουβάριν) 1. νήμα τυλιγμένο 2. φρ. «γίνομαι κουβάρι» κουλλουριάζομαι, μαζεύομαι, συσφίγγομαι, ιδίως από αρρώστια, πόνο, βάσανα, γηρατειά νεοελλ. 1. κάθε πράγμα τυλιγμένο σε σφαιρικό σχήμα ή τσαλακωμένο («κουβάρι έγινε το φόρεμά …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»